- ἀμύγδαλος
- ἀμύγδαλοςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμύγδαλος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αστερουσιών. * * * ἀμύγδαλος, η (Α) 1. αμυγδαλιά 2. το αμύγδαλο, βλ. αμυγδάλη … Dictionary of Greek
ἀμυγδαλᾶς — ἀμύγδαλος fem acc pl (attic doric) ἀμύγδαλος fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλαῖ — ἀμύγδαλος fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλαῖς — ἀμύγδαλος fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλῆ — ἀμύγδαλος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλῆν — ἀμύγδαλος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλῆς — ἀμύγδαλος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλῇ — ἀμύγδαλος fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδάλους — ἀμύγδαλος fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
амигдал — миндаль , церк. из греч. ἀμύγδαλος. См. миндаль … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера